- φορολογούμενος
- η , ο[ν] 1. облагаемый налогом;2. (ο ) налогоплательщик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φορολογούμενος — φορολογέω levy tribute from pres part mp masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
αργυρολόγητος — ἀργυρολόγητος, ον (Α) [αργυρολογῶ] αυτός που υπόκειται σε φορολογία, ο φορολογούμενος … Dictionary of Greek
δεκάδραχμος — η, ο (Α δεκάδραχμος, ον) αυτός που έχει αξία δέκα δραχμών νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δεκάδραχμο μεταλλικό νόμισμα αξίας δέκα δραχμών, δεκάρικο αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο δεκάδραχμος φορολογούμενος που πληρώνει ως φόρο δέκα δραχμές … Dictionary of Greek
περιπρακτορία — ἡ, Α περιοχή στην οποία ανήκε ο φορολογούμενος πολίτης, φορολογική περιφέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πρακτορία «το έργο τού πράκτορα, είσπραξη»] … Dictionary of Greek
φορολογητέος — α, ο, Ν 1. (σχετικά με πράγμ.) αυτός που πρέπει να φορολογηθεί («φορολογητέο ποσό») 2. φρ. α) «φορολογητέα ύλη» το σύνολο τών εισοδημάτων, συναλλαγών και άλλων πράξεων που υπόκεινται, σύμφωνα με τον νόμο, σε φορολογία β) «φορολογητέο εισόδημα» το … Dictionary of Greek
φορολογικός — ή, ό / φορολογικός, ή, όν, ΝΜ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φορολογία (α. «φορολογικοί κατάλογοι» β. «ξυνεκύκας τὰ φορολογικὰ θηρία», Μιχ. Ακομ.) νεοελλ. φρ. α) «φορολογική απαλλαγή» (οικον.) η ολική ή μερική κατάργηση τής υποχρέωσης ενός… … Dictionary of Greek